- προσίημι
- ΜΑ [ἵημι]αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινόαρχ.1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.)2. εφαρμόζω3. (συν. το μέσ.) προσίεμαια) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα», Θουκ.)β) δέχομαι κάποιον στον κύκλο μου, τόν αφήνω να έλθει κοντά μου, προσδέχομαι («ἐμοί... δοκεῑ τὸν ἄνθρωπον τοῡτον μήτε προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῑν αὐτοῑς», Ξεν.)4. παραδέχομαι («ἦτταν προσίεται», Ξεν.)5. λαμβάνω («προσίημι φάρμακον», Ξεν.)6. επιτρέπω, επιδοκιμάζω («οὐδαμῇ προσίοιντο οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον», Ξεν.)7. αναγνωρίζω την τιμή, την αξία νομίσματος («αἰτιασαμένων... τοὺς τραπεζείτας ὡς ταύτας ἀποκλείσαντος τῷ μὴ προσίεσθαι τὸ θεῑον τῶν Σεβαστῶν νόμισμα», πάπ.)8. αναλαμβάνω να πράξω, τολμώ, ριψοκινδυνεύω9. προσελκύω κοντά μου, ευαρεστώ (α. «οὐδὲν προσίετό μιν», Ηρόδ.β. «ἕν δ' οὐ προσίεταί με», Αριστοφ.)10. αποδέχομαι κάτι ως κανονικό και ορθόδοξο, ως απόρροια τών ιερών κανόνων.
Dictionary of Greek. 2013.